μπακίρωμα

μπακίρωμα
το [μπακιρώνω]
η πράξη και το αποτέλεσμα τού μπακιρώνω, επιχάλκωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιχάλκωμα — το, ατος 1. η επένδυση αντικειμένου με χαλκό, η επιχάλκωση, το μπακίρωμα. 2. το χάλκινο επικάλυμμα αντικειμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”